- Σειρᾶν
- Σεῖραιfem gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σειρᾶν — σειρά cord fem gen pl (doric aeolic) σειράω bind pres part act masc voc sg (doric aeolic) σειράω bind pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σειράω bind pres part act masc nom sg (doric aeolic) σειρᾶ̱ν , σειράω bind pres inf act (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειράν — σειρά̱ν , σειρά cord fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пленица — ПЛЕНИЦ|А 2 (1*), Ѣ (А) с. То же, что пленьница 2: и д҃ша мо(˫а) ˫ако пленица лютѣ ѹничежена ѥсть. СбЯр XIII2, 106 об. ПЛЕНИЦ|А1 (24), Ѣ (А) с … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
плетениѥ — ПЛЕТЕНИ|Ѥ (9), ˫А с. 1.Действие по гл. плести: того ради вс˫ако хꙊдожьство имъ. вънѹтрь ѹчимо бѣ… тъкальчьскоѥ же и камѣньно сѣчениѥ. и ѥлико плетѣниѥмь има(т) дѣло. (διὰ σειρᾶς) ЖФСт к. XII, 100 об.; что створю ˫ако скорбьлю рукодѣль˫а ради.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
METAXA vel MATAXA — METAXA, vel MATAXA ut libentius olim scribebant, proprie filum vel sertam significat; unde lini metaxa, Lucilio, pro lini filo, quod σειράν interpretatur optimum Glossarium. Postea proprie et absolute, pro serico vel filo serico denotando sumi… … Hofmann J. Lexicon universale
Παλλάς — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 … Dictionary of Greek
Σι Τσινγκ — η, Ν λογοτ. η πρώτη ανθολογία κινεζικής ποίησης, που πήρε την οριστική μορφή της κατά την εποχή τού Κομφουκίου, δηλαδή από το 551 ώς το 479 π.Χ., περιέχει 305 άσματα και θεωρείται το τρίτο κατά σειράν από τα πέντε κλασικά έργα τού κομφουκισμού … Dictionary of Greek
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
εγκέλαδος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Γίγαντες, γιους της Γης. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Γιγαντομαχία, όπου ήταν αντίπαλος της Αθηνάς, η οποία τον σκότωσε ρίχνοντας επάνω του το νησί Σικελία ή την Αίτνα. Σκηνές από την πάλη της Αθηνάς με τον Ε.… … Dictionary of Greek
ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek